- κακόχροια
- κακόχροια, ἡ,A bad complexion, Ruf. ap. Orib.45.30.48, Gal.17(2).215; of a corpse, Phld.Mort.30: pl., blotches, Dsc.3.1, Gal.6.814.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακόχροια — κακόχροια, ἡ (Α) [κακόχρους] 1. κακή χροιά, άσχημο χρώμα 2. στον πληθ. αἱ κακόχροιαι κηλίδες τού δέρματος, πανάδες … Dictionary of Greek